- αδιάγραπτος
- η , ο [ος , ον ]1) невычеркнутый, неаннулированный, непогашенный (о долге); 2) см. απαράγραπτος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιάγραπτος — και φτος, η, ο [διαγράφω] αυτός που δεν διαγράφτηκε ή δεν μπορεί να διαγραφτεί, απαράγραπτος, ακατάλυτος … Dictionary of Greek
αδιάγραπτος — η, ο αυτός που δε διαγράφηκε ή δεν μπορεί να διαγραφεί: Τα χρέη προς το δημόσιο συνήθως είναι αδιάγραπτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπόσβεστος — η, ο (Α ἀναπόσβεστος, ον) [ἀποσβέννυμι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποσβέστηκε ή δεν μπορεί κανείς να αποσβέσει, αδιάγραπτος, ανεξίτηλος 2. αυτός που δεν εξοφλήθηκε, ανεξόφλητος, απλήρωτος αρχ. αυτός που δεν σβήνει, ο άσβηστος … Dictionary of Greek